- μετρῆται
- μετρέωmeasurepres subj mp 3rd sgμετρέωmeasurepres ind mp 3rd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετρηταί — μετρητής measurer masc nom/voc pl μετρητός measurable fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγχυσμός — ὁ, Α χύσιμο λαδιού σε λυχνία («εἰς συγχυσμὸν ἱερεῡσι... ταῑς κωμασίαις τῶν θεῶν ἐλαίου μετρηταί», παπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χυσμός (< θ. χυ τού χέω)] … Dictionary of Greek